ενταυθοί

ενταυθοί
ἐνταυθοῑ (AM) (Α και ἐνθαυθοῑ)
εδώ ακριβώς
μσν.
συγχρόνως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐνταυθοῖ — hither indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνταυθοῖ — ἐνταυθοῖ , ἐνταυθοῖ hither indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀνταυθοῖ — ἐνταυθοῖ , ἐνταυθοῖ hither indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ενταύθα — (AM ἐνταῡθα, Α ιων. τ. ἐνθαῡτα και ἐντοῡθα) επίρρ. (για τόπο) εδώ, στο ίδιο μέρος αρχ. μσν. σ αυτόν τον υλικό κόσμο (αντιθ. εκεί ο ιδεώδης κόσμος) αρχ. 1. (με ρήμ. κινήσεως) προς τα εδώ («μηδέ σε δαίμων ἐνταῡθα τρέψειε», Ομ. Ιλ.) 2. (με γεν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”